παραφίημι

παραφίημι
παραφίημι,
A put out at the side, Thphr. HP7.4.12.
2 release, discharge from service, BGU1011 iii 10 (ii B.C.), PGen. 51.17 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραφίημι — και παραφίω Α 1. αφήνω κάτι κατά μέρος, αμελώ, παραμελώ κάτι 2. απολύω από την υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * ἀφίημι / ἀφίω «αφήνω»] …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραφίω — Α βλ. παραφίημι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”